ἐκπέτασμα

ἐκπέτασμα
ἐκπέτασμα
that which is spread out
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εκπέτασμα — το (AM ἐκπέτασμα) οτιδήποτε απλώνεται ή ξεδιπλώνεται νεοελλ. (χαρτογρ.) η προβολή μιας μη αναπτύξιμης επιφάνειας (όπως είναι η σφαιρική και η ελλειψοειδής) πάνω σε άλλη μη αναπτύξιμη (κυλινδρική, κωνική ή επίπεδη) …   Dictionary of Greek

  • ἐκπετάσματα — ἐκπέτασμα that which is spread out neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπετάσματος — ἐκπέτασμα that which is spread out neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”